- προμετρητής
- ὁ, Μ(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ τοὺς πιπρασκομὲνους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν καὶ ὁ τούτου τοῡ ἔργου μισθὸν λαμβάνων προμετρητὴς ἐκαλεῑτο».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμετρητής — mensor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμετρηταί — προμετρητής mensor masc nom/voc pl προμετρητός measured out beforehand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμετρητοῦ — προμετρητής mensor masc gen sg προμετρητός measured out beforehand masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμετρητάς — προμετρητά̱ς , προμετρητής mensor masc acc pl προμετρητά̱ς , προμετρητής mensor masc nom sg (epic doric aeolic) προμετρητά̱ς , προμετρητός measured out beforehand fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμέτρης — ὁ, ΜΑ ο προμετρητής* αρχ. τίτλος αξιώματος στην Έφεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεω μέτρης] … Dictionary of Greek